- φετιχιστής
- φετιχολάτρης ο фетишист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φετιχιστής — ο 1. ο φετιχολάτρης, ο οπαδός του φετιχισμού (βλ. λ.): Οι πρωτόγονοι άνθρωποι ήταν φετιχιστές. 2. ψυχ., αυτός που διακατέχεται από φετιχισμό: Έκλεβε από τις ταράτσες γυναικεία εσώρουχα, γιατί ήταν φετιχιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φετιχιστής — ο, θηλ. φετιχίστρια, Ν 1. ο φετιχολάτρης 2. συνεκδ. δεισιδαίμονας 3. (ιατρ. ψυχολ.) αυτός που πάσχει από φετιχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. fetichiste (βλ. και λ. φετίχ)] … Dictionary of Greek
φετιχιστικός — ή, ό, Ν [φετιχιστής] ο σχετικός με τον φετιχιστή. επίρρ... φετιχιστικά Ν με φετιχιστικό τρόπο … Dictionary of Greek
φετιχολάτρης — ο, θηλ. φετιχολάτρισσα, Ν αυτός που λατρεύει τα φετίχ, φετιχιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φετίχ* + συνδετικό φωνήεν ο + λάτρης] … Dictionary of Greek
φετιχολάτρης — ο θηλ. ισσα αυτός που λατρεύει τα φετίχ (βλ. λ.), ο φετιχιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)